Στησιχόρειος

Στησιχόρειος
Στησιχόρειος
establishing
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στησιχόρειος — α, ο / στησιχόρειος, ον, ΝΑ [Στησίχορος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λυρικό ποιητή Στησίχορο («στησιχόρειος καινοτομία», Πλούτ.) 2. φρ. α) «στησιχόρειο(ν) μέτρο(ν)» μέτρο που απαρτίζεται από δάκτυλο και επίτριτο, αλλ. δακτυλ(ο)επίτριτος …   Dictionary of Greek

  • Στησιχόρειον — Στησιχόρειος establishing masc/fem acc sg Στησιχόρειος establishing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στησιχορείοις — Στησιχόρειος establishing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στησιχορείου — Στησιχόρειος establishing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στησιχορείων — Στησιχόρειος establishing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”